πολυπενθές

πολυπενθές
πολυπενθής
much-mourning
masc/fem voc sg
πολυπενθής
much-mourning
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυπενθής — ές, Α 1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ. β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ. γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.) 2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”